Ποια είναι τα νέα χαρακτηριστικά της εποχής μας που απαιτούν αλλαγή οπτικής ως προς το νόημα της ζωής? Γιατί δεν ταυτιζόμαστε πια με τις αρχές που μας κληροδότησαν οι προηγούμενες γενιές και πως διαμορφώνεται η φιλοσοφία της εποχής μας?
Οι παραδοσιακές αξίες και τα ιδεώδη, θρησκευτικά, πατριωτικά και επαναστατικά έχασαν σε μεγάλο βαθμό την δύναμη να δίνουν νόημα στην ζωή μας. Η επανάσταση της αγάπης που έχει τις ρίζες της στο πέρασμα από τον γάμο στο συνοικέσιο, και για τον έρωτα, άλλαξε τις ζωές μας. Η σιωπηρή αλλά απύθμενου βάθους επανάσταση φέρνει μια καινούρια αρχή νοήματος που καθιστά απείρως πολύτιμες κάποιες ανθρώπινες διαστάσεις, οι οποίες ήταν παλιότερα παραμελημένες, μέσα από την αγάπη που τρέφουμε για τους συντρόφους μας, τους φίλους μας, τα παιδιά μας, τους γονείς μας.
Αυτή λοιπόν η ανατροπή, που δεν περιορίζεται στην ιδιωτική σφαίρα άλλαξε εξίσου ριζικά την σχέση μας με το συλλογικό γιατί η μέριμνα να αφήσουμε σε αυτούς που αγαπάμε, αρχίζοντας από τα παιδιά μας, ένα βιώσιμο και φιλόξενο κόσμο όπου θα μπορέσουν να αναπτυχθούν, φέρνει στο κέντρο της πολιτικής μας οπτικής την ανησυχία για τις επόμενες γενιές.
Τον πρώτο ουμανισμό, αυτόν του Διαφωτισμού και των δικαιωμάτων του ανθρώπου αντικαθιστά ένας νέος ανθρωπισμός της αδελφοσύνης και της αλληλεγγύης που δεν θυσιάζει πλέον τον άνθρωπο στο έθνος, στην επανάσταση ή στην πρόοδο (ιδεώδη που θεωρούνται άξω και πάνω από τον άνθρωπο), αλλά βρίσκει μέσα στην ίδια μας την ύπαρξη και στα συναισθήματα μας για τους άλλους, την πηγή μιας θετικής ουτοπίας εκπορευόμενης από το σχέδιο να παραδώσουμε στους απογόνους μας έναν κόσμο που θα προσφέρει στον καθένα τα μέσα για να «πραγματωθεί».
Τα αίτια αυτής της αλλαγής, κατά μια φιλοσοφική προσέγγιση, είναι σαφές οτι ο πρώτος ουμανισμός του διαφωτισμού, της θριαμβικής επιστήμης υπέστη ισοπεδωτικές κριτικές στην εποχή της αποδόμησης. Οι επικρίσεις εκφράστηκαν όχι μόνο μέσα στην επιστημονική φιλοσοφία αλλά και στην ατμόσφαιρα της εποχής, στην πολιτική (με την οικολογία) καθώς και στην καθημερινή ζωή στην Δύση.
Για να πειστούμε αρκεί να αναλογιστούμεσε ποιο βαθμό άλλαξε η σχέση μας με την επιστήμη από τον 18ο αιώνα. Τελικά είναι η φύση που μας φαίνεται σήμερα φιλική και η επιστήμη απειλητική ή δυσμενής, εφόσον κάθε τι που βάζει σε κίνδυνο τη ζωή μας μας τρομοκρατεί.
Η αγωνία ενός θανάτου που δήθεν πιστεύουμε οτι μπορούμε να αποφύγουμε, παρουσιάζεται με άπειρους καινούριους φόβους: του αλκοόλ, του τσιγάρου, της ταχύτητας του σεξ, της πυρηνικής ενέργειας, του κινητού τηλεφώνου, του φαινομένου του θερμοκηπίου, της κλωνοποίησης, των μεταλλαγμένων τροφίμων, των νέων τεχνολογιών και άλλων καινοτομιών που μας επιφυλάσσουν ακόμα οι τεχνικές της παγκοσμιοποιημένης επιστημονικής τεχνολογίας.
Ενώ παλαιότερα βρισκόμασταν υπό την καθοδήγηση και τον έλεγχο των ανθρώπων, σήμερα απειλεί να μας ξεφύγει σε σημείο που κανείς, σε τελευταία ανάλυση να μην μπορεί πια να εγγυηθεί στις μελλοντικές γενιές την επιβίωση του είδους. Αυτή η διανοητική απόσταση δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Γιατί είμαστε καχύποπτοι πλέον έναντι των ιδεωδών που δυο αιώνες νωρίτερα τα πεφωτισμένα πνεύματα θεωρούσαν βάσεις του ευρωπαικού πολιτισμού? Για να απαντήσουμε ή να δούμε αυτά τα ζητήματα λίγο πιο καθαρά συνίσταται η ανάγνωση της «κοινωνίας του ρίσκου», βιβλίου του Γερμανού κοινωνιολόγου Ούρλιχ Μπεκ.
Η βασική θέση που συναντά από ένα άλλο μονοπάτι και συμπληρώνοντας σε κρίσιμα σημεία την ανάλυση των δύο εποχών της παγκοσμιοποίησης δηλαδή της νεωτερικότητας που ξεκίνησε τον 18ο αιώνα, κυριάρχησε τον 19ο αιώνα και ολοκληρωνεται σήμερα, οι δυτικές κοινωνίες πέρασαν σε μια δεύτερη φάση την οποία χαρακτηρίζει η συνειδητοποίηση των κινδύνων που προέρχονται από την ανάπτυξη και στην συνέχεια από την παγκοσμιοποίηση των επιστημών και τνω τεχνολογιών.
Εδώ πρέπει να κατανοήσουμε την αντίθεση και τους μυστικούς δεσμούς που διατηρούν αυτές τις δυο μορφές και φάσεις της νεωτερικότητας για να αντιληφθούμε την ριζικά νέα κατάσταση που βυθίστηκε η προηγούμενη Δύση.
Η πρώτη νεωτερικότητα διακρίνεται από πολλά βασικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν διαχωρίζονται τα μεν από τα δεν. Το μεγαλύτερο μέλημα των εθνών-κρατών ήταν η παραγωγή και το μοίρασμα του πλούτου. Δυναμική της ισότητας η κατά την Μαρξιστική ιδεολογία ο αγώνας ενάντια των ανισοτήτων. Σε αυτό τον δύσκολο και αποφασιστικό αγώνα, προείχε η εμπιστοσύνη στο μέλλον, ώστε το ζήτημα των κινδύνων ερχόταν σε δεύτερη μοίρα.
Οι κοινωνικοί και οικογενειακοί ρόλοι ήταν ακόμη παγιωμένοι ή θεωρούνταν φυσικοί: οι διακρίσης τάξης και φύλλου, για να μην μιλήσουμε για τις εθνικές διαφορές αν και νομικά εξασθενημένες και θεωρητικά προβληματικές παρέμεναν de facto ανέγγιχτες. Σε όλα αυτά τα σημεία η δεύτερη νεωτερικότητα έχει έρθει σε ρήξη με την πρώτη και ανατρέπονται τα ίδια τα πιστεύω.
Από την πλευρά της επιστήμης και των σχέσεων της με τη φύση το τέλος του 20ου αιώνα υπήρξε πεδίο πραγματικής επανάστασης. Σήμερα δεν χρεώνουμε τους μεγαλύτερους κινδύνους στην φύση αλλά στην επιστημονική έρευνα. Για πρώτη φορά η επιστήμη στην ιστορία της παρέχει στο ανθρώπινο είδος τα μέσα της αυτοκαταστροφής του. Αυτό δεν ελοχεύει στις σύγχρονες κοινωνίες μας από την βοιμηχανική κρίση νέων τεχνολογιών αλλά και για τους κινδύνους χρησιμοποίησης τους εκτός από εμάς.
Η τρομοκρατία μας ανησυχεί σήμερα περισσότερο από χθες διότι έχουμε συνειδητοποιήσει οτι στο εξής μπορεί ή θα μπορέσει σε λίγο (Β. Κορέα, ISIS) να εφοδιαστεί με τρομερά χημικά ή πυρηνικά όπλα. Ο έλεγχος των χρήσεων και των αποτελεσμάτων της σύγχρονης επιστήμης έχει ξεφύγει από τον έλεγχο μας.
Έτσι σε αυτήν την δίκη χωρίς υποκείμενο καμία παγκόσμια νομοθεσία δεν μπορεί να ελέγξει το πλαίσιο του έθνους-κράτους και των παραδοσιακών μορφών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μπροστά σε αυτήν την εξέλιξη των πιο ανεπτυγμένων χωρών το ζήτημα της μοιρασιάς του πλούτου τείνει να περάσει σε δεύτερο πλάνο. Σβήνει μπροστά στις νέες αναγκαιότητες της αλληλεγγύης έναντι κινδύνων ακόμη πιο απειλητικών διότι καθώς είναι παγκοσμιοποιημένοι υπερβαίνουν τα Ηνωμένα Έθνη και τις συνήθεις δημοκρατικές διαδικασίες.
Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία του ανταγωνισμού η πρόοδος έγινε μια ανάγκη σχεδόν βιολογική. Αν μια επιχείρηση προσπαθεί να προοδεύσει ασταμάτητα σύντομα θα φαληρίσει. Η πρόοδος έχει χάσει το τελικό της αίτιο, υπόκειται σε ποιητικά αίτια, αφού προέκυψε μηχανικά από την απλή λογική της ανταγωνιστικότητας χωρίς να απαιτείται συνολικό σχέδιο για να την εμψυχώσει. Γι αυτό αισθανόμαστε οτι η πορεία του κόσμου μας διαφεύγει. Διαφεύγει και από τους ίδιους τους πολιτικούς εκπροσώπους, τους οικονομικούς και επιστημονικούς ηγέτες.
Είναι αναγκαίο να σκεφθούμε νέους κανονισμούς μιας πολιτικής αξίας στην εποχή που ζούμε της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής εξέλιξης όπως οι αρμοδιότητες του έθνους-κράτους. Οι ιδιωτικές αξίες είναι λοιπόν στο εξής αυτό που θεμελιώνει τις μεγαλύτερες προσδοκίες της κοινωνίας στη δημόσια σφαίρα και κατά συνέπεια στην πολιτική συζήτηση και δράση.
Το μέγιστο πολιτικό ζήτημα είναι σήμερα ποιον κόσμο θα αφήσουμε στα πιο αγαπημένα μας πρόσωπα, τα παιδιά μας και γενικότερα στους νέους, δηλαδή στην ανθρωπότητα που θα έρθει μετά από εμάς. Μια μακροπρόθεσμη προβληματική σε μια κοινωνία όπου το βραχυπρόθεσμο χαρακτηριστικό του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της δημοκρατίας της γνώμης έγινε αληθινή μάστιγα για την πολιτική την οικονομία και τα ΜΜΕ. Θα χρειαστεί να κάνουμε θυσίες για να διαφυλάξουμε τις δυνατότητες μιας καλής ζωής στο μέλλον για τους ανθρώπους που αγαπάμε και να τους αφήσουμε έναν κόσμο όπου θα μπορούσαν να ανοίξουν τα φτερά τους.
Η φροντίδα για τις μελλοντικές γενιές ανοίγει λοιπόν έναν κοινό χώρο ανάμεσα στην ιδιωτική σφαίρα (το συναίσθημα που ανθίζει στην οικογένεια και οδηγεί στην ιεροποίηση εκείνων που κυριολεκτικά μεταμορφώνει) και στην δημόσια σφαίρα (το μέλλον των νέων και κατά συνέπεια ολόκληρης της ανθρωπότητας) αφού ο κόσμος που θα αφήσουμε για όλους τους ανθρώπους επιλέγοντας όλους τους αντίστοιχους επαγγελματικούς προσανατολισμούς.
Έκανα και έγραψα όλες αυτές τις σκέψεις για να βρω έναν νέο τρόπο στο να απαντήσω στο ερώτημα του νοήματος της ζωής. Η διευρυμένη σκέψη μας προτρέπει να βγούμε από τον εαυτό μας, και μπορεί να δώσει ταυτόχρονα νόημα και προσανατολισμό στη ζωή μας. Σε τι χρησιμεύει να γερνάς? Ίσως σε τίποτε άλλο εκτός από το να διερύνεις τη θέα, να ανοίγεις τον ορίζοντα. Γιατί εγγράφοντας τις προσωπικές εμπειρίες στους οικουμενικούς τόπους νοήματος: την αλήθεια, την δικαιοσύνη, την ομορφιά και την αγάπη, το άτομο συγχρόνως ξεχωρίζει και εξανθρωπίζεται.
Γ. Στρατάκης